μυθολογεύειν

μυθολογεύειν
μῡθολογεύειν , μυθολογεύω
tell word for word
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλληλισμός — ό, ΝΜΑ [παραλληλίζω] νεοελλ. 1. λογοτ. ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, προκειμένου να συνδυαστούν με φράσεις, προτάσεις ή και παραγράφους, που έχουν παρόμοια λεκτικά στοιχεία, έννοιες ή ιδέες που έχουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”